Την Πέμπτη 18 Οκτωβρίου η συλλογικότητα μπάσταρδες με μνήμη μαζί με συντρόφισσες και συντρόφους από καταλήψεις της Θεσσαλονίκης πραγματοποίησαν δυναμική παρέμβαση στο συνεδριακό κέντρο του μεγάρου μουσικής στην έναρξη του συνεδρίου «Θεσσαλονίκη: μια πόλη σε μετάβαση, 1912-2012»
Μπάσταρδη Μνήμη
Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία
είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στην λήθη
Μίλαν Κούντερα (το βιβλίο του γέλιου και της λήθης)
Φθινόπωρο 2012
Η Θεσσαλονίκη φορά τα καλά της για να γιορτάσει τα 100 χρονιά από την ήμερα που ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην πόλη λεηλατώντας, σφάζοντας, βιάζοντας τον πολυεθνικό πληθυσμό της και βάζοντας τις βάσεις για την ανερχόμενη καπιταλιστική ανάπτυξη. Θα ακολουθήσει ένας αιώνας κατά τον οποίο η Θεσσαλονίκη θα περάσει από το σιδερό και τη φωτιά για να μετασχηματιστεί στην εθνικά ομογενοποιημένη ελληνική αρρενωπή καπιταλιστική μητρόπολη.
Όσες και όσοι έθεσαν τον εαυτό τους απέναντι στο κυρίαρχο πρότυπο αντιμετωπίστηκαν ως μπάσταρδες και μπάσταρδοι. Οι μουσουλμάνοι και οι σλαβόφωνοι, περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού, ήταν οι πρώτοι που εκτοπίστηκαν βίαια τη δεκαετία του 1920 για να ακολουθήσει είκοσι χρόνια μετά, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η παγερή σιωπή και συνενοχή του ελληνικού πληθυσμού στη ναζιστική σφαγή των εβραίων που αποτελούσαν έως τότε τον μισό πληθυσμό της πόλης. Ταυτόχρονα οι εργατικοί αγώνες διαρκώς θα νιώθουν το αίμα να μπουκώνει τα ρουθούνια τους καθώς δέχονται την σφοδρή επίθεση των αφεντικών, του παρακράτους και των σωμάτων ασφαλείας και διαχρονικά η έμφυλη καταπίεση αναπαράγεται και οργιάζει στις οικογενειακές σχέσεις, στους δημόσιους χώρους, στα γήπεδα, στους στρατώνες και τα μπουρδέλα της ιστορίας.
Κομβικό συστατικό για την συγκρότηση της ελληνικής Θεσσαλονίκης είναι η καταστροφή της μπάσταρδης μνήμης της. Το έργο της λήθης ξεκίνησε από τις πρώτες μέρες του 1912 με την αντικατάσταση των οθωμανικών ονομάτων στις οδούς της πόλης από αρχαιοελληνικά, με το γκρέμισμα των μιναρέδων και των μουσουλμανικών τεμενών και ολοκληρώθηκε με την πυρκαγιά του 1917, η όποια ακόμα και εάν δεν έγινε επίτηδες, έπρεπε να εφευρεθεί ώστε να εξαφανίσει τις εβραϊκές γειτονιές, αγορές και συναγωγές προς όφελος του ανερχόμενου ελληνικού κεφαλαίου. Το έργο της καταστροφής της μνήμης θα συνεχιστεί με την καταστροφή των εβραϊκών νεκροταφείων και την οικοδόμηση στη θέση τους της πανεπιστημιούπολης. Η ολοκλήρωση της καταστροφής θα συντελεστεί μετά τον εμφύλιο με το σύστημα της αντιπαροχής δηλαδή της αυξημένης γαιοπροσόδου, που θα μετατρέψει τους Θεσσαλονικείς σε μικροϊδιοκτήτες και θα τους προσδέσει στο άρμα του καπιταλισμού. Η αντιπαροχή ήταν το πιο επιτυχημένο μέσο χειραγώγησης του πληθυσμού έναντι των κομμουνιστικών οραμάτων της εποχής, ωστόσο θα καταστρέψει ανεπιστρεπτί τις εναπομείνασες προ του 1912 γειτονιές της πόλης. Απ’ το εξήντα και μετά μας έχουν πνίξει τα μπετά και η λήθη έχει πακτωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο της πόλης. Ωστόσο, πάντα μικροί ή μεγαλύτεροι κοινωνικοί και ταξικοί τριγμοί αποδεικνύουν ότι το ιστορικό νήμα της αμφισβήτησης εξακολουθεί να είναι ζωντανό και να προκαλεί ρωγμές στο ελληνικό καπιταλιστικό αρρενωπό οικοδόμημα.
Μετά τον αιώνα τους μισούς και της λήθης το σημερινό νεοφιλελεύθερο μοντέλο των πόλεων τις θέλει δημιουργικές, έξυπνες, εξευγενισμένες, με καινοτομία, ζωντάνια, επιχειρηματικότητα και εξωστρέφεια. Σε αυτό το περιβάλλον εφόσον έχει συνθλιβεί η μνήμη μπορεί τώρα να ανασυσταθεί ως εμπορικό προϊόν και τουριστική ατραξιόν, ως ένα μακιγιαρισμένο είδωλο του εαυτού της. Μάλιστα στην εποχή της κρίσης η εξευγενισμένη μνήμη επιταχύνεται, γίνεται ρομαντικό πακέτο διακοπών, προορισμός για weekend city breaks, μουσειακό είδος, αντικείμενο συνεδρίων, μοντέρνα τέχνη. Η μνήμη αποκόπτεται από τους καθημερινούς κοινωνικούς ανταγωνισμούς και χωρίς να απειλεί την κανονικότητα, πουλιέται και αγοράζεται στο γιουσουρούμ της κυκλοφορίας της αξίας και του φετιχισμού των εμπορευμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό έχουν προγραμματιστεί για το φθινόπωρο του 2012 από θεσμικούς φορείς της πόλης μια σειρά από εκδηλώσεις εορτασμού και «μνήμης», στις οποίες κυριαρχεί η νεανική επιχειρηματικότητα, αναδεικνύονται οι ιστορικές επιχειρήσεις της πόλης, οι εργατικοί αγώνες γίνονται καρτποστάλ, οργανώνονται δημιουργικές συναντήσεις καλλιτεχνών, συμπόσια ιστορίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας, οικοπολιτιστικές περιηγήσεις και βέβαια εξυμνείται ο ελληνικός στρατός και υιοθετείται η φασιστικής έμπνευσης αφή της φλόγας στον Πύργο του Τριγωνίου, εκεί που κατά τις μεσαιωνικές εξεγέρσεις οι ανυπότακτοι κάτοικοι της πόλης πετούσαν τα κομμένα κεφάλια των βασιλιάδων και των ευγενών. Φυσικά δεν περιμέναμε κάτι καλύτερο από μια δημοτική αρχή που κυνηγάει μετανάστες στη παραλία, προωθεί την πρέζα στη Ροτόντα για να καταστείλει την μέχρι πρότινος ζωντανή πλατεία της πόλης, στέλνει τα ματ να καθαρίσουν την Ικτίνου από την ανήσυχη νεολαία και προτίθεται να φτιάξει στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών.
Οι μνήμες των ταξικών και κοινωνικών ανταγωνισμών, η καθημερινότητα και οι αγώνες των εργατών, γυναικών, φοιτητών, παραγκωνίζονται όχι μόνο γιατί απειλούν τη γραμμικότητα του εθνικού αρρενωπού πολιτισμού, αλλά και γιατί διατρέχουν το σήμερα και δημιουργούν κινηματικές αναγνώσεις στο παρόν, επικίνδυνες για κάθε μορφής εξουσία. Αυτές οι μνήμες ωστόσο, υπάρχουν και λειτουργούν συνθέτοντας το κινηματικό νήμα. Για εμάς η μνήμη δεν είναι ένα σκονισμένο βιβλίο σε ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες αλλά μια ζωντανή σχέση και εμπειρία που διαρκώς αναμετριέται με τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Για αυτό μιλάμε για «κοινωνική μνήμη», ένα ιδιαίτερο είδους λόγου, κοινωνικά φορτισμένου από το γεγονός ότι παράγεται στο πλαίσιο συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, που έχουν υποστεί τις συνέπειες του παρελθόντος και της ιστορίας με συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις ενεργοποιείται ως αντίσταση στην επίσημη απαίτηση για λήθη, λειτουργεί δηλαδή ως «αντι – μνήμη», για να τονίσει τις ασυνέχειες ανάμεσα στις ιστορικές εποχές, ανάμεσα στην κατασκευασμένη κυρίαρχη εκδοχή της «ιστορικής συνέχειας» και τον ιδιαίτερο τρόπο πρόσληψης του παρελθόντος από διαφορετικές ομάδες που ζουν μαζί, όπως π.χ. εθνοτικές, θρησκευτικές ομάδες, εργάτες, γυναίκες, φοιτητές, μετανάστες. Για μας αποτελεί ένα επιπλέον εργαλείο με το οποίο εξετάζουμε το παρελθόν της πόλης, στην επιθυμία μας να αντισταθούμε και να αποδομήσουμε τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις του δημόσιου λόγου, που επιλεκτικά σιωπούν απέναντι στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες του παρελθόντος και υπερασπίζονται τη λήθη στο παρόν.
100 χρόνια
Ελλάδας, πατριαρχίας, καπιταλισμού
είναι αρκετά
μπάσταρδες με μνήμη